- καθιερώσαντες
- καθιερόωdedicateaor part act masc nom/voc plκαθιερόωdedicateaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθιερώ — όω, ΜΑ αφιερώνω εκ τών προτέρων («οἱ καλλίνικοι μάρτυρες οἱ τὰς ψυχὰς θεῷ καθιερώσαντες, εἶτα καὶ τὰ σώματα θύσαντες», Κωνστ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθιερῶ «αφιερώνω κάτι σε θεό, καθιστώ κάτι ως ιερό»] … Dictionary of Greek